εφαρμόζω

εφαρμόζω
(ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω)
1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ' ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ.
β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά»)
2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με αντικειμενικό σκοπό την εφαρμογή, συνταιριάζω, συναρμολογώ
3. θέτω κάτι σε εφαρμογή, φέρω εις πέρας, πραγματοποιώ, πραγματώνω («ο μηχανικός πολιτισμός εφαρμόζει τα πορίσματα τής θεωρίας τών φυσικών επιστημών»)
νεοελλ.
(μτχ. παρακμ.) φρ. «εφαρμοσμένες επιστήμες» — οι επιστήμες που έχουν άμεσες πρακτικές εφαρμογές
μσν.
τακτοποιώ
μσν.-αρχ.
ταιριάζω καλά, προσαρμόζομαι καλά με την ιδιάζουσα φύση κάποιας κατάστασης (α. «ἐφαρμόζουσιν ἀοιδαὶ [οἴνῳ]» — πάνε καλά, ταιριάζουν με το κρασί τα τραγούδια, Παν.
β. «πῶς οὐχὶ φίλον αὐτῷ καὶ ἐφαρμόζον τῆς σωματικῆς ἰδέας», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. καθιστώ κάτι αρμονικό, σύμφωνο με κάτι, φέρω σε συμφωνία, σε συμβιβασμό («ἐφαρμόσας τὰς δαπάνας ταῑς προσόδοις», Ξεν.)
2. ευαρμονίζω («ἡ ποίησις λόγῳ μέλη καὶ μέτρα καὶ ῥυθμοὺς ἐναρμόσασα», Πλούτ.)
3. φρ. «ἐφαρμόζω ἐπί τινος» — είμαι αρμόδιος, σχετικός με κάτι
4. παθ. ἐφαρμόζομαι
(για γεωμετρικά σχήματα) συνταυτίζομαι, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁρμόζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐφαρμόζω — fit on pres subj act 1st sg ἐφαρμόζω fit on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφαρμόζω — εφαρμόζω, εφάρμοσα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εφαρμόζω — εφάρμοσα, εφαρμόστηκα, εφαρμοσμένος 1. μτβ., συναρμόζω, ταιριάζω κάτι: Εφαρμόζω το κάλυμμα στο δοχείο. 2. μτφ., πραγματοποιώ, θέτω σε εφαρμογή. 3. αμτβ., εφαρμόζομαι, ταιριάζω, πηγαίνω καλά: Το εξάρτημα δεν εφαρμόζει στο μηχάνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφαρμόξει — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd sg (attic epic) ἐφαρμόζω fit on fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd sg (attic doric aeolic) ἐφᾱρμόξει , ἐφαρμόζω fit on futperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφᾱρμόξει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαρμόζῃ — ἐφαρμόζω fit on pres subj mp 2nd sg ἐφαρμόζω fit on pres ind mp 2nd sg ἐφαρμόζω fit on pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαρμόσατε — ἐφαρμόζω fit on aor imperat act 2nd pl ἐφᾱρμόσατε , ἐφαρμόζω fit on aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαρμόσουσι — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd pl (epic) ἐφαρμόζω fit on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαρμόσουσιν — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd pl (epic) ἐφαρμόζω fit on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαρμόττῃ — ἐφαρμόζω fit on pres subj mp 2nd sg (attic) ἐφαρμόζω fit on pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on pres subj act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφηρμοσμένα — ἐφαρμόζω fit on perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐφηρμοσμένᾱ , ἐφαρμόζω fit on perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἐφηρμοσμένᾱ , ἐφαρμόζω fit on perf part mp fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”